κενταυρίς

κενταυρίς
κενταυρίς
ear-ring
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κενταυρίς — κενταυρίς, ἡ (Α) [κένταυρος] 1. το φυτό μικρό κενταύριο 2. είδος σκουλαρικιού 3. θηλ. τού κένταυρος, η κενταυρίδα …   Dictionary of Greek

  • κενταυρίδα — κενταυρίς ear ring fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενταυρίδες — κενταυρίς ear ring fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενταυρίδος — κενταυρίς ear ring fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • τριόρχης — ὁ, Α 1. μτφ. αυτός που έχει τρεις όρχεις, ο λάγνος, ο ασυγκράτητος σεξουαλικά 2. ονομασία αρπακτικού πτηνού 3. ονομασία τού φυτού κενταυρίς* 4. ονομασία τού φυτού σεραπιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄρχις, κατά τα αρσ. σε ης (πρβλ. ἔν ορχης). Κατ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”